- ανασκευαστικός
- η , όν опровергающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνασκευαστικός — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασκευαστικός — ή, ό (Α ἀνασκευαστικός, ή, όν) ο ικανός ή κατάλληλος να ανασκευάζει … Dictionary of Greek
ανασκευαστικός — ή, ό ο κατάλληλος για ανασκευή: Δε χρειαζόταν και μεγάλη ανασκευαστική ικανότητα για να ανατραπεί η κατηγορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνασκευαστικά — ἀνασκευαστικός destructive neut nom/voc/acc pl ἀνασκευαστικά̱ , ἀνασκευαστικός destructive fem nom/voc/acc dual ἀνασκευαστικά̱ , ἀνασκευαστικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικῶν — ἀνασκευαστικός destructive fem gen pl ἀνασκευαστικός destructive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικόν — ἀνασκευαστικός destructive masc acc sg ἀνασκευαστικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικαῖς — ἀνασκευαστικός destructive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικοῖς — ἀνασκευαστικός destructive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικοί — ἀνασκευαστικός destructive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικοῦ — ἀνασκευαστικός destructive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαστικούς — ἀνασκευαστικός destructive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)